ἐκσῴζεται

ἐκσῴζεται
ἐκσῴζω
preserve from danger
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκσώζω — ἐκσῴζω, επικ. τ. ἐκσαόω (Α) 1. σώζω, διασώζω, βγάζω από κάποια δυστυχία, διατηρώ ασφαλή, διαφυλάσσω από κίνδυνο 2. ἐκσῴζομαι σώζω τον εαυτό μου, σώζω για τον εαυτό μου («ὅσα δένδρων ὑπείκει, κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”